- νιτρ(ο)-
- χημ. α' συνθετικό επιστημονικών όρων, πρόθημα που χρησιμοποιείται για να δηλώσει την παρουσία μιας ή περισσότερων νιτροομάδων στο μόριο, μιας οργανικής ένωσης. Οι χημικοί αυτοί επιστημονικοί όροι έχουν εισαχθεί στην Ελληνική ως αντιδάνειοι (νιτρόμετρο, πρβλ. γαλλ. nitrometreνιτρογλυκερίνη, πρβλ. γαλλ. nitroglycerine): νιτραμίνη, νιτρανιλίνη, νιτρανισόλη, νιτροαιθάνιο, νιτροβάμβακας, νιτροβενζαλδεΰδη, νιτροβενζοϊκός, νιτροβενζόλιο, νιτρογλυκερίνη, νιτρογλυκόλη, νιτρογόνος, νιτροειδής, νιτροενώσεις, νιτροθειικός, νιτροκυτταρίνη, νιτρολάκκα, νιτρολίνη, νιτρομεθάνιο, νιτρόμετρο, νιτροναφθαλίνιο, νιτροομάδα, νιτροπαράγωγα, νιτροπαραφίνες, νιτροποίηση, νιτροπρωσικός, νιτροσουλφονικός, νιτροσώματα, νιτροτολουόλιο, νιτροφαινόλη, νιτρόφιλος, νιτροφόρμιο, νιτροφωσφορικός, νιτροχρώματα.
Dictionary of Greek. 2013.